- μεμιλτωμένον
- μιλτόωcover with ruddleperf part mp masc acc sgμιλτόωcover with ruddleperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMITIA — orum, plural. numer. conventus populi ad creandos magistratus, leges ferendas, et alia cum populo agenda, a comeundo appellata, ita enim veteres loquebantur, vel a coeundo. Leguntur autem Comitia Consularia, Praetoria, Quaestoria, Tribunitia,… … Hofmann J. Lexicon universale
μιλτώ — μιλτῶ, όω (Α) [μίλτος] 1. αλείφω με μίλτο 2. φρ. «μεμιλτωμένον σχοινίον» σχοινί βαμμένο με μίλτο με το οποίο σύρονταν βίαια προς την Πνύκα οι πολίτες που περιφέρονταν στην Αγορά … Dictionary of Greek
σχοινί — Λέγεται και σκοινί. Ο όρος προέρχεται από το φυτό σχοίνος από το οποίο κατασκευάζουν σ. Σ. λέγεται και η αγχόνη, γι’ αυτό υπάρχει και η έκφραση «άνθρωπος του σ. και του παλουκιού», δηλαδή κακοποιός άξιος απαγχονισμού και ανασκολοπισμού. Σήμερα… … Dictionary of Greek